- ἀορτῆρα
- ἀορτήρstrap to hangmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀορτῆρ' — ἀορτῆρα , ἀορτήρ strap to hang masc acc sg ἀορτῆρι , ἀορτήρ strap to hang masc dat sg ἀορτῆρε , ἀορτήρ strap to hang masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αορτήρας — ο δερμάτινο λουρί με το οποίο κρεμιούνται από τον ωμό διάφορα είδη οπλισμού, κυνηγιού, εκδρομής κτλ.: Στάθηκε λίγο για να φτιάξει τον αορτήρα του όπλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)